Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Real News” (15/09/2024).
Λίγες ημέρες μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ, το ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι σίγουρα κατώτερα των προσδοκιών της κοινωνίας και βέβαια της επιχειρηματικής κοινότητας.
Η κυβέρνηση έχει εκπονήσει ένα πλάνο τριετίας, δηλαδή μέχρι το 2027 που θα είναι και εκλογική χρονιά. Αυτό έχει σίγουρα λογική καθώς πράγματι απαιτείται ένας ρεαλιστικός σχεδιασμός. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι η υφιστάμενη κατάσταση είναι ελεγχόμενη, άρα μπορούμε να επικεντρωθούμε στα όσα θέλουμε να πετύχουμε ως χώρα μέσα σε τρία χρόνια. Αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Ο πληθωρισμός συνεχίζει να «τρέχει», οι τιμές στα ράφια δεν έχουν υποχωρήσει, το ενεργειακό κόστος αυξάνεται και η αγωνία για το αύριο παραμένει.
Σίγουρα θα πάρει κάποια «ανάσα» το επιχειρείν από την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και από τη μείωση των εισφορών κατά 1 μονάδα. Όμως πρόκειται για μέτρα που ουσιαστικά τα αναμέναμε καθώς είχαν προαναγγελθεί εδώ και μήνες. Και σίγουρα από μόνα τους δεν μπορούν να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στην αγορά.
Ακόμα και για το θέμα της αντιμετώπισης του υψηλού ενεργειακού κόστους -μίας στρεβλής κατάστασης όπως παραδέχθηκε και ο Πρωθυπουργός- σχεδιάζεται παρέμβαση στις Βρυξέλλες. Αυτό σημαίνει όμως ότι θα απαιτηθεί χρόνος για την όποια βελτιωτική κίνηση -και αν τελικά συμφωνήσουν οι εταίροι. Ξέρουμε πλέον πολύ καλά τους ρυθμούς των Βρυξελλών.
Τα προβλήματα όμως που απασχολούν πολίτες και επιχειρήσεις δεν μπορούν να περιμένουν. Γιατί όσο περνά ο καιρός αυτά διογκώνονται.
Χρειάζονται εδώ και τώρα μέτρα για την τιθάσευση της ακρίβειας και για τον έλεγχο κάποιων πολυεθνικών και ολιγοπωλίων που δρουν ανεξέλεγκτα. Απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για να μπει ένα «φρένο» στις αυξήσεις των τιμολογίων ενέργειας. Η αγορά έχει ανάγκη από πολιτικές που θα περιορίσουν τις ανισότητες, θα στηρίξουν τις ΜμΕ, θα ενισχύσουν τη ρευστότητα τους και θα δώσουν μία αναπτυξιακή προοπτική.
Είμαστε οι πρώτοι που κατανοούμε ότι δεν πρέπει να ρισκάρουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας γιατί μπορεί να το πληρώσουμε ακριβά στο μέλλον. Είμαστε σίγουροι όμως ότι μπορεί να εφαρμοστεί μία άλλη πολιτική, επίσης λελογισμένη, καθώς τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα δεν έχουν αποδώσει στο βαθμό που θα θέλαμε όλοι.
Αν καθυστερήσουμε κι άλλο και δεν εφαρμοστούν στοχευμένες παρεμβάσεις που θα δίνουν πειστικές απαντήσεις, φοβάμαι ότι το 2027 θα μας βρει ως οικονομία με αισθητά μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων, κάτι που θα έχει επιπτώσεις και στην κοινωνία.