Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (3/10/2023).

Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη αντιμετωπίζει όλο και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές, που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει μέχρι στιγμής κατώτερη των περιστάσεων. Παρά το ότι έχουν προβλεφθεί κονδύλια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενεργειακή μετάβαση και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα σε βάθος χρόνου, είναι ελάχιστα τα ποσά που διατίθενται για την προσαρμογή στη νέα – βίαιη – πραγματικότητα, που διαμορφώνει ήδη στην Ευρώπη η κλιματική αλλαγή.
Το σημερινό Ταμείο Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο βασικός μηχανισμός για την παροχή βοήθειας σε χώρες που έχουν ανάγκη, έχει μέγιστο ετήσιο προϋπολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό που εξαντλήθηκε τόσο το 2021 όσο και το 2022 και θεωρείται ελάχιστο, μπροστά στις αυξανόμενες ανάγκες. Μόνο το καλοκαίρι του 2021, οι καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες στη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο, ξεπέρασαν σε κόστος τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι συνολικοί πόροι που παρείχε στις χώρες αυτές το Ταμείο Αλληλεγγύης ήταν μόλις 707 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, παρά το ότι οι πόροι του Ταμείου προορίζονται για άμεση βοήθεια, οι διαδικασίες χορήγησης είναι εξαιρετικά χρονοβόρες. Οι αιτήσεις για τις πλημμύρες στη Βόρεια Ευρώπη το καλοκαίρι του 2021 πήραν τελική έγκριση το Δεκέμβριο του 2022.
Για την Ελλάδα, όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, το Ταμείο Αλληλεγγύης θα παρέχει βοήθεια της τάξης των 400 εκατ. ευρώ, ωστόσο τα χρήματα αυτά δύσκολα θα φθάσουν στη χώρα πριν το 2024, καθώς οι πόροι για φέτος έχουν εξαντληθεί. Όσο για τους πόρους που θα διατεθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, δεν τίθεται θέμα αύξησης αλλά ανακατανομής κονδυλίων, μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και διαπραγμάτευση με τις υπηρεσίες της Ε.Ε.
Παρά το ότι υπήρξε αίτημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αύξηση του προϋπολογισμού του Ταμείου, είναι εμφανής μέχρι τώρα η απροθυμία των χωρών – μελών να συνδράμουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, η προσαρμογή στη νέα κανονικότητα της κλιματικής αλλαγής δεν είναι εθνικό ζήτημα και δεν αφορά εσωτερική αναδιανομή πόρων – την οποία φοβούνται διαχρονικά οι εύπορες χώρες του Βορρά, όπως η Γερμανία. Είναι ευρωπαϊκό διακύβευμα υπαρξιακής σημασίας.
Είναι άμεση ανάγκη στο νέο προϋπολογισμό της Ε.Ε. να προβλεφθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό εργαλείο για να καλύπτει -μεταξύ άλλων- την αποκατάσταση των υποδομών και του παραγωγικού ιστού σε περιοχές που πλήττονται από φυσικές καταστροφές. Χρειάζεται, επίσης η διάθεση των πόρων να γίνει πιο ευέλικτη και πιο αποτελεσματική, με ταχύτερες διαδικασίες, χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Η Ευρώπη πρέπει να πάψει να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις και να αναλάβει τώρα δράση, για να προστατέψει την οικονομία και τους πολίτες της.