Άρθρο του Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

για τις συνέπειες του υπερτουρισμού και τις δυνατότητες βελτίωσης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος:

Μέσα στο καλοκαίρι είδαμε να κυριαρχούν στη διεθνή επικαιρότητα εικόνες από τις κινητοποιήσεις των κατοίκων της Βαρκελώνης ενάντια στον υπερτουρισμό, ενώ ανάλογες διαμαρτυρίες έγιναν και σε άλλες τουριστικές περιοχές της Ισπανίας, όπως τα Κανάρια Νησιά και η Ανδαλουσία.

Η υπερφόρτωση των υποδομών, η επιδείνωση της ποιότητας ζωής των μόνιμων κατοίκων, η αύξηση των τιμών των ενοικίων, η έλλειψη κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση, η αλλοίωση του χαρακτήρα των πόλεων και η μετατροπή των ιστορικών κέντρων σε θεματικά πάρκα είναι προβλήματα που απασχολούν και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Βενετία, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, η Λισαβόνα.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό τα τελευταία χρόνια, αν και εντοπίζεται κυρίως στα νησιά. Η χώρα μας υποδέχθηκε το 2023 πάνω από 32 εκατ. ξένους τουρίστες, με τα έσοδα να υπερβαίνουν τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ αύξηση των αφίξεων καταγράφεται και αυτό το καλοκαίρι. Ωστόσο, όλο και περισσότεροι δημοφιλείς νησιωτικοί προορισμοί αντιμετωπίζουν πλέον προβλήματα από την υπερβολική επιβάρυνση των οδικών τους υποδομών, των δικτύων ηλεκτροδότησης και ύδρευσης, των συστημάτων διαχείρισης απορριμμάτων κ.ά. Το αποτέλεσμα είναι να ασφυκτιούν οι κάτοικοι, αλλά και να υποβαθμίζεται η εμπειρία και των ίδιων των επισκεπτών.

Η αντιμετώπιση του υπερτουρισμού είναι, προφανώς, μια δύσκολη εξίσωση, καθώς ο τουριστικός κλάδος λειτουργεί ως οικονομικός αιμοδότης για τις χώρες της Μεσογείου και βεβαίως για τη χώρα μας. Στηρίζει τις εθνικές και τοπικές οικονομίες, δημιουργεί χιλιάδες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας και εισοδήματα.

Ωστόσο, ακριβώς για αυτό τον λόγο, η τουριστική ανάπτυξη δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη. Η βιωσιμότητα, η αειφορία, η προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, η διαφύλαξη της ταυτότητας και της συνοχής των τοπικών κοινωνιών είναι στοιχεία απαραίτητα, ώστε να συνεχίσει ο τουρισμός να αποτελεί κινητήριο δύναμη για την ελληνική οικονομία.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο εφαρμόζονται ήδη πρακτικές, για τη διαχείριση των επιπτώσεων του υπερτουρισμού. Η Βαρκελώνη δρομολογεί μέτρα, ώστε να μειωθούν δραστικά τα ακίνητα προς ενοικίαση σε τουρίστες, στο Άμστερνταμ ισχύει ανώτατο ετήσιο όριο διανυκτερεύσεων σε τουριστικά καταλύματα και δεν δίνονται άδειες για την οικοδόμηση νέων ξενοδοχείων, ενώ η Βενετία καθιέρωσε εισιτήριο εισόδου για τους αυθημερόν επισκέπτες στην πόλη.

Βεβαίως, κάθε χώρα και κάθε προορισμός αντιμετωπίζει διαφορετικές εκφάνσεις του προβλήματος. Δεν μπορούν, επομένως, να λειτουργήσουν οι ίδιες πολιτικές παντού.

Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι απαραίτητη η υιοθέτηση μιας προσέγγισης που προτάσσει την ποιότητα και την αειφορία, έναντι της ποσότητας – εγκαταλείποντας τη λογική του «όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα». Η προσέγγιση αυτή μπορεί να σημαίνει μικρότερο αριθμό τουριστών για κάθε προορισμό, αλλά με περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα, ουσιαστική επαφή και μεγαλύτερη διάχυση του οφέλους στις τοπικές κοινωνίες. Σημαίνει, επίσης, συστηματική προσπάθεια για την χωρική και χρονική επέκταση της τουριστικής κίνησης, με την ανάδειξη νέων προορισμών π.χ. στην ηπειρωτική χώρα και νέων εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν με στοχευμένες στρατηγικές μάρκετινγκ, με κατάλληλα κίνητρα και επενδύσεις και λειτουργική διασύνδεση του τουρισμού με άλλους παραγωγικούς τομείς ανά περιοχή – και βεβαίως με συνεχή αναβάθμιση των υποδομών της χώρας και ειδικά της Περιφέρειας.

Μπορεί η οργή των διαδηλωτών της Βαρκελώνης να στράφηκε εναντίον των τουριστών. Όμως, για τα προβλήματα του υπερτουρισμού δεν ευθύνονται οι επισκέπτες. Είναι υποχρέωση της Πολιτείας, της τουριστικής βιομηχανίας και των τοπικών αρχών να ιεραρχήσουν σωστά τις προτεραιότητες και να δράσουν έγκαιρα, ώστε η τουριστική ανάπτυξη της χώρας να στηριχθεί στις αρχές της βιωσιμότητας, της αειφορίας, της κοινωνικής συνοχής.