Η χρόνια έλλειψη ικανοποιητικών υποδομών διαχείρισης βιομηχανικών αποβλήτων, τα ποσοστά ανακύκλωσης τόσο των αστικών, όσο και άλλων αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις,

που παραμένουν σταθερά χαμηλά, αλλά και το έλλειμμα γενικότερης κουλτούρας για το θέμα σε θεσμούς και κοινωνία των πολιτών, κρατούν τον τομέα των απορριμμάτων σταθερά στην κορυφή της λίστας με τα περιβαλλοντικά ζητήματα στη χώρα.

Στην Έκθεση της Κατάστασης Περιβάλλοντος της Ελλάδας για το 2018, που συνέταξε το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ) και αναμένεται να παρουσιαστεί επίσημα σήμερα (Πέμπτη) το απόγευμα στο Μέγαρο Μουσικής, σημειώνεται πως:
-    «η Ελλάδα, λόγω του χρόνιου προβλήματος των παράνομων χωματερών (ΧΑΔΑ) αλλά και της έλλειψης ικανοποιητικών υποδομών διαχείρισης επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων έχει καταδικαστεί σε πληρωμή σημαντικών προστίμων»
-     «υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις νόμιμων ΧΥΤΑ, οι οποίοι λειτουργούν με σημαντικά προβλήματα ή ακόμα και δεν λειτουργούν λόγω τοπικών αντιδράσεων»
-    «τα ποσοστά ανακύκλωσης των αστικών αποβλήτων παραμένουν σταθερά περίπου στο 14%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, με πολλαπλά προβλήματα στη λειτουργία των δομών ανακύκλωσης» και «η διάθεση σε ΧΥΤΑ αποτελεί σταθερά την κύρια επιλογή σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 80%. Παρά δε την υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 25% την τελευταία επταετία, η ποσότητα των παραγόμενων αστικών αποβλήτων έχει παραμείνει σταθερή»
-    αντίστοιχα πολύ χαμηλά παραμένουν τα ποσοστά αξιοποίησης των αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) καθώς και τα ποσοστά χωριστής συλλογής και λιπασματοποίησης βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων.

Στην έκθεση του ΕΚΠΑΑ αναφέρεται ότι «η υιοθέτηση του νέου Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) αποτέλεσε μια ριζική τομή προωθώντας την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση, μέσω της χωριστής συλλογής πολλαπλών ρευμάτων, αλλά η εφαρμογή του παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για όλα τα επίπεδα της διοίκησης και τους πολίτες». Κατά τα λοιπά, η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα δείχνει να ποικίλλει. Σε κάποιους δείκτες παρατηρείται βελτίωση, η οποία κατά κανόνα οφείλεται στα εγγενή χαρακτηριστικά της χώρας (μορφολογία, πυκνότητα και κατανομή πληθυσμού), και στα εφαρμοζόμενα μέτρα, πολλά από τα οποία είναι μέτρα της ΕΕ, και σε άλλους όχι. Για παράδειγμα, η ποιότητα του αέρα τις τελευταίες δεκαετίες δείχνει βελτιωμένη. Η μείωση των συνολικών εθνικών εκπομπών των κυριότερων ρυπαντών (ΝΟx , SO2 , PM2,5, ΝΗ3 ) είναι σημαντική, κυρίως λόγω της καθαρότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (μείωση λιγνιτικών σταθμών στο συνολικό ενεργειακό μίγμα, μείωση των ατμοσφαιρικών εκπομπών τους με δευτερογενή μέτρα, εξοικονόμηση ενέργειας, ΑΠΕ) και της χρήσης οχημάτων με νεώτερης τεχνολογίας καθαρότερους κινητήρες. 

Σε ό,τι αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις, τα κύρια χαρακτηριστικά της ανά ρύπο συνοψίζονται ως εξής:  παρατηρείται μείωση κυρίως στις μετρούμενες συγκεντρώσεις των πρωτογενών ρύπων όπως CΟ, NO και SO2, το όζον παραμένει σταθερό, ενώ υπερβάσεις των οριακών τιμών παρουσιάζονται κατά τη θερινή περίοδο κυρίως στην Αθήνα. Τα αιωρούμενα σωματίδια ΑΣ10, παρουσιάζουν διαχρονικά υπερβάσεις των οριακών τιμών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κυρίως σε σταθμούς κυκλοφορίας, με την οικιακή καύση βιομάζας αλλά και τη μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα να αποτελούν πρόσθετους παράγοντες. Οι υπερβάσεις των οριακών τιμών του ΝΟ2 παρατηρούνται μόνο στην Αθήνα και μόνο στους σταθμούς κυκλοφορίας του δικτύου. Στο βενζόλιο σημειώνεται υπέρβαση της οριακής τιμής σε μία θέση μέτρησης σταθμού κυκλοφορίας στην Αθήνα και στα βαρέα μέταλλα όπως As, Cd. Ni, Pb είναι κάτω από κατώτερα όρια εκτίμησης.
Έτσι κι αλλιώς, η ανανέωση του στόλου των οχημάτων, τα μέτρα ενεργειακής θωράκισης των κτιρίων, η περαιτέρω διείσδυση του φυσικού αερίου στην κεντρική θέρμανση, οι νέες γραμμές μετρό και ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς είναι μέτρα που αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω βελτιώσεις.

«Η κατάσταση της φύσης και της βιοποικιλότητας της Ελλάδας είναι αρκετά ικανοποιητική σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με τη χώρα να έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο» τονίζεται στην έκθεση του ΕΚΠΑΑ και εξηγείται: «Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μεγάλη μείωση (35%) του οικολογικού αποτυπώματος (με την Ελλάδα να καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη) και αντίστοιχη πτωτική τάση του αποτυπώματος άνθρακα της γεωργίας, κτηνοτροφίας, δασοπονίας και αλιείας. Συγκριτικά, τα χερσαία οικοσυστήματα φαίνεται να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τα θαλάσσια, τα οποία δέχονται πιέσεις κυρίως λόγω υπεραλίευσης και παράνομων πρακτικών αλίευσης. Θετική εξέλιξη αποτελεί η πρόσφατη αύξηση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000. Παράλληλα όμως, προκύπτει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση στην εξάλειψη των απειλών στα δασικά οικοσυστήματα, τα οποία δέχονται την πλειονότητα των πιέσεων από ποικίλλες δραστηριότητες, εξορυκτικές, βιομηχανικές, αγροτικές και οικιστικές. Ιδιαίτερα θετική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην κατάρτιση των δασικών χαρτών, η οποία με την ολοκλήρωσή της θα έχει συμβάλει καθοριστικά στη δυνατότητα παρακολούθησης και προστασίας των ελληνικών δασών. Στον τομέα των μεταφορών, θα πρέπει να περιοριστεί η επέκταση του οδικού δικτύου της χώρας με στόχο την αναχαίτιση του κατακερματισμού του τοπίου και των φυσικών της οικοσυστημάτων».

Ως καλή, αξιολογείται από το ΕΚΠΑΑ και η διαχείριση των υδάτινων πόρων και γενικά η ποιότητα των υδάτων της χώρας. «Από πλευράς οικολογικής κατάστασης, τα παράκτια υδατικά συστήματα βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, σε υψηλή έως καλή κατάσταση, τα ποτάμια σε καλή έως μέτρια κατάσταση, ενώ τα λιμναία και τα μεταβατικά ανήκουν κυρίως σε μέτρια ή/και σε άγνωστη κατάσταση, λόγω ανεπαρκών δεδομένων και έλλειψης σταθμού παρατήρησης. Από άποψη χημικής κατάστασης όλες οι κατηγορίες των επιφανειακών υδατικών συστημάτων βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε καλή κατάσταση και μόνο ένα μικρό ποσοστό βρίσκεται σε άγνωστη κατάσταση ή/και κατώτερη της καλής. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα υπόγεια υδατικά συστήματα η συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκεται σε καλή κατάσταση τόσο ποιοτικά (85%) όσο και ποσοτικά (80%)» επισημαίνεται στο Έκθεση.

Σχετικά με τη δράση μετριασμού της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, το 2016 (έτος για το οποίο υπάρχουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία) συνεχίστηκαν οι συνολικές μειώσεις εκπομπών αερίων θερμοκηπίου τόσο λόγω της σταδιακής μετάβασης του ενεργειακού συστήματος σε ένα σύστημα χαμηλών εκπομπών, όσο και λόγω της μειωμένης δραστηριότητας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση, «οι εκπομπές μειώθηκαν το 2016 κατά 3.703 kt CO2 σε σχέση με το 2015 (4η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ μετά το Ην. Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία με στοιχεία του ΕΟΠ). Για την περίοδο μετά το 2020 μια άμεση και φιλόδοξη στοχοθέτηση από την πολιτεία, θα συντελέσει στο να επιτευχθούν πιο έντονες μειώσεις μέσω των κατάλληλων επενδύσεων για τον μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος. Στην κατεύθυνση αυτή διαμορφώνεται ο εθνικός σχεδιασμός για την ενέργεια και το κλίμα με ορίζοντα το 2030 αλλά και ευρύτερα προς το 2050. Ο στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για το 2030 αναμένεται να συνδυαστεί με στόχους για την ενεργειακή εξοικονόμηση και την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στα πλαίσια που έχει διαμορφωθεί και το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Σημειώνεται ότι με την ολοκλήρωση επικείμενων έργων, όπως οι διασυνδέσεις των νησιών με το ηλεκτρικό δίκτυο της ηπειρωτικής χώρας που θα έχουν ως συνέπεια την απόσυρση των πετρελαϊκών μονάδων από τα μη διασυνδεδεμένα νησιά, σε συνδυασμό με τη μείωση των λιγνιτικών σταθμών, οι μειώσεις αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερες. Προς την κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά και το ειδικό ταμείο για την Ελλάδα που δημιουργήθηκε στην αναθεώρηση της Οδηγίας ETS (που αντιστοιχεί σε έσοδα από τον πλειστηριασμό 25 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών για το διάστημα 2021-2030)».

Τέλος, σε ό,τι αφορά την προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή -και ειδικά στην κλιματική αλλαγή που δεν μπορεί να αποφευχθεί παρά τα μέτρα μετριασμού- το ΕΚΠΑΑ σημειώνει ότι «για πρώτη φορά υπάρχει θεσμοθετημένος εθνικός σχεδιασμός, έχει συσταθεί Εθνική Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν τα συναρμόδια υπουργεία, ΜΚΟ, οικονομικοί παράγοντες και η πανεπιστημιακή κοινότητα και έχει ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο για τη σύνταξη περιφερειακών στρατηγικών. Όλα τα περιφερειακά σχέδια αναμένεται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί εντός του 2019». Ωστόσο, τονίζεται ότι «οι συντονισμένες ενέργειες της πολιτείας θα είναι αποτελεσματικές ιδιαίτερα όταν αποτελέσουν παράμετρο σχεδιασμού κάθε μελλοντικού μεγάλου έργου της χώρας». Επιπλέον, συστήνεται οριζόντια ενσωμάτωση των πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στις τομεακές αναπτυξιακές πολιτικές.