Για τους επιθεωρητές περιβάλλοντος δεν ήταν η πρώτη (ούτε η τελευταία) φορά που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο περιστατικό.

Σε δύο οικόπεδα στο Κορωπί ανακαλύφθηκαν πριν από λίγες ημέρες δύο λόφοι από μπάζα και άλλα υλικά. Με τη βοήθεια της αστυνομίας, γρήγορα αποκαλύφθηκε τι είχε συμβεί: δύο ιδιοκτήτες φορτηγών, που είχαν συστήσει εταιρεία μεταφοράς αποβλήτων από εκσκαφές και κατεδαφίσεις, παραλάμβαναν τα υλικά που προέκυπταν από εργασίες ανακατασκευής κτιρίων σε μια μεγάλη μονάδα στη Βάρη και αντί να τα οδηγήσουν σε μια αδειοδοτημένη επιχείρηση, τα ξεφόρτωναν σε χωράφια που τους ανήκαν.

Και αν στην προκειμένη περίπτωση χρειάστηκε η συνδρομή των επιθεωρητών και της αστυνομίας για να εντοπιστούν οι υπαίτιοι, σε πάρα πολλές περιπτώσεις... δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς, αφού υπεύθυνος είναι ένας δημόσιος φορέας. Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχεται κάθε έτος δεκάδες τέτοιες καταγγελίες, για δήμους, για οργανισμούς λιμένων, για Περιφέρειες, που υπέδειξαν στον εργολάβο ενός έργου πού να ξεφορτωθεί (παράνομα) τα μπάζα και τα χώματα ή απλώς αδιαφόρησαν για την τύχη τους.

Η διαχείριση των μπάζων (ή αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων ή ΑΕΚΚ, όπως περιγράφονται στη νομοθεσία) παραμένει μια πικρή ιστορία στη χώρα μας. Το πρόβλημα υπήρχε πάντα στις περιαστικές περιοχές – αρκεί κάποιος να απομακρυνθεί λίγο από τα τελευταία σπίτια για να συναντήσει μικρά ή μεγάλα λοφάκια με πεταμένα μπάζα.

Ομως εντάθηκε από τη στιγμή που απαγορεύθηκε να οδηγούνται μπάζα σε ΧΥΤΑ για την επικάλυψη απορριμμάτων – σε περιοχές όπως ο Ασπρόπυργος και η Ελευσίνα, η παράνομη απόρριψη μπάζων αποτελεί πλέον μεγάλο πρόβλημα.

Κατά τη νομοθεσία, τα υλικά που προκύπτουν από εκσκαφές, έργα και οικοδομικές εργασίες θεωρούνται ήδη από το 2001 χωριστό «ρεύμα» μη επικίνδυνων αποβλήτων (όταν δεν περιέχουν αμίαντο) και από το 2010 ορίζεται ειδική διαδικασία: μέσω ενός από τα αδειοδοτημένα «συστήματα», τα υλικά πρέπει να οδηγούνται σε μια μονάδα διαχείρισης, όπου θα διαχωρίζονται όσα από αυτά μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν, ή θα τύχουν κάποιας επεξεργασίας για να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια ως υλικό επίχωσης (λ.χ. για την αποκατάσταση λατομείων). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα απόβλητα αυτά έχουν ένα ειδικό νομικό καθεστώς σε σχέση με τα υπόλοιπα: αντί για τον παραγωγό του προϊόντος (λ.χ. τις εταιρείες που εισάγουν ή παράγουν τούβλα, σίδερα ή άλλα οικοδομικά υλικά), η ευθύνη της διαχείρισής τους ανήκει στον εκάστοτε κύριο του έργου, κατ’ επέκταση σε εργολάβους, κατασκευαστικές εταιρείες, αναδόχους ιδιωτικών και δημόσιων έργων. Κανονικά, δε, η πρώτη διαλογή πρέπει να γίνεται από τον εργολάβο, ώστε στις μονάδες να στέλνονται μόνο μπάζα και όχι, λ.χ., πλαστικά.

Το πρώτο «σύστημα» διαχείρισης ΑΕΚΚ ιδρύθηκε το 2011, ενώ σήμερα ανέρχονται σε εννέα, συμβεβλημένα με 98 τοπικές μονάδες. Η κάλυψη της χώρας φθάνει περίπου στο 75%, ωστόσο πολλές περιοχές, κυρίως νησιά, δεν έχουν ακόμα ούτε μία εταιρεία που να τα εξυπηρετεί. Εκτιμάται ότι οι ποσότητες που οδηγούνται σήμερα σε επαναχρησιμοποίηση δεν ξεπερνούν το 25-30% των παραγόμενων υλικών, όταν, σύμφωνα με κοινοτική οδηγία, η Ελλάδα θα έπρεπε το 2020 να επαναχρησιμοποιεί το 70% των υλικών που παράγονται.

«Υπάρχουν προβληματικά σημεία σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας, από αυτόν που αναθέτει ένα έργο, τον εργολάβο και τους υπεργολάβους του έως τους μεταφορείς και τις μονάδες όπου όλα αυτά καταλήγουν», εκτιμά ο κ. Χάρης Μουρκάκος, γενικός διευθυντής ενός από τα εννέα συστήματα (Ανακύκλωση Αδρανών Νότιας Ελλάδας). «Από την εμπειρία μου, σχεδόν οι μισές μονάδες είναι παραβατικές. Συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες επί μακρόν (κάτι που δεν επιτρέπεται), δεν κάνουν σωστό διαχωρισμό» (σ.σ.: κανονικά μπορούν να προκύψουν έως 38 διαφορετικά υλικά, σύμφωνα με τον κοινοτικό κατάλογο). Επιπλέον, αυτοί που ιδρύουν τα συλλογικά συστήματα επιτρέπεται να είναι άνθρωποι από τον κατασκευαστικό κλάδο και έτσι μπερδεύονται πολύ τα πράγματα: ο ίδιος που τα δημιουργεί, αργότερα πιστοποιεί ότι έγινε σωστή διαχείριση, χωρίς να τον ελέγξει κανείς».

Υπάρχουν, όμως, και αρκετά κενά στη νομοθεσία. «Οι χειρότεροι δεν είναι οι μεγάλες κατασκευαστικές, γιατί στα μεγάλα δημόσια έργα πρέπει να υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τα υλικά αυτά. Κατά τη γνώμη μου, οι χειρότεροι είναι οι μεσαίοι εργολάβοι δημοσίων έργων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κενό που υπάρχει στη νομοθεσία: οι Περιφέρειες, οι δήμοι κ.λπ. δεν είναι υποχρεωμένοι να εντάσσουν στον διαγωνισμό ενός έργου τη δαπάνη της εναλλακτικής διαχείρισης των ΑΕΚΚ. Επιπλέον, υπάρχουν δημοτικά συμβούλια που απλά αποφασίζουν να πετάξει ο εργολάβος τα μπάζα σε ένα σημείο, ισχυριζόμενοι ότι θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για κάτι άλλο. Αν δεν υπάρξει έλεγχος σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας, τότε τα ίδια προβλήματα θα διαιωνίζονται», καταλήγει ο κ. Μουρκάκος.

«Υπάρχουν αρκετά ζητήματα σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατηγορία αποβλήτων», λέει ο Γιάννης Σιδέρης, διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ). «Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχουν στοιχεία για τις ποσότητες που παράγονται, μόνο εκτιμήσεις. Σκεφτόμαστε να αναθέσουμε σχετικά μια πρωτογενή μελέτη. Επιπλέον, στα δημόσια έργα, η διαχείριση προβλέπεται από τους περιβαλλοντικούς όρους, αλλά ούτε κοστολογείται ούτε παρακολουθείται. Στο κομμάτι του ελέγχου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, έχουμε πολλές καταγγελίες για μη ορθή διαχείριση. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να γίνει υποχρεωτική η χρήση ανακυκλώσιμων υλικών σε κάθε νέο δημόσιο έργο, σε ποσοστό 20-30%, ώστε να μιλάμε για πραγματικά κυκλική οικονομία».

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ : kathimerini.gr